Χαϊδελβέργη

Χαϊδελβέργη
Πόλη της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στη Βάδη (134.496 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Νεκάρ, σε μια εξαιρετικά γραφική περιοχή. Ιδρύθηκε στα χρόνια των Ρωμαίων αλλά η ανάπτυξή της συμπίπτει με τα μέσα του 13ou αι. Την ίδια εποχή ήταν έδρα των κομήτων του Παλατινάτου του Ρήνου και τον 17o αι. αποτελούσε κέντρο των οπαδών του Καλβίνου, γι’ αυτό το 1622 κυριεύτηκε από τους καθολικούς. Η X. είναι γνωστότερη από το περίφημο πανεπιστήμιό της (Universitas Ruperto - Carola), που ιδρύθηκε το 1386 και είναι το αρχαιότερο γερμανικό πανεπιστήμιο. Σήμερα η πόλη διαθέτει ανεπτυγμένη βιομηχανία και θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της χώρας. X., άνθρωπος της–. Όνομα που δόθηκε σε έναν απολιθωμένο ανθρωπίδη, ο οποίος έζησε, κατά το κατώτερο πλειστόκαινο, πιθανώς κατά τη διάρκεια της μεσοπαγετώδους μινδέλιας - ρίσσιας περιόδου. Γνωστός και με τα ονόματα άνθρωπος του Μάουερ και ευράνθρωπος, ο άνθρωπος της Χ. αντιπροσωπεύεται από μια γνάθο που βρέθηκε σε αμμώδες κοίλωμα της αρχαίας κοίτης του Νέκαρ στον Μάουερ, κοντά στη X. Στο ίδιο κοίτασμα ήρθαν στο φως απολιθώματα μεγάλων θηλαστικών του τεταρτογενούς. Παρότι λείπουν ασφαλή ίχνη της λίθινης βιομηχανίας, η θέση του απολιθώματος και η πανίδα που το συνοδεύει απέδειξαν ότι πρόκειται για τον αρχαιότερο κάτοικο, ίσως αυτόχθονα, της Ευρώπης. Η γνάθος του ανθρώπου της Χαϊδελβέργης, του αρχαιότερου ίσως ανθρώπου που κατοίκησε στην Ευρώπη. Βρέθηκε σ’ ένα κοίλωμα του ποταμού Νέκαρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Βέμπερ, Χάινριχ — (Heinrich Weber, Χαϊδελβέργη 1842 – Στρασβούργο 1913). Γερμανός μαθηματικός. Σπούδασε στη Χαϊδελβέργη, τη Λειψία και το Κένιγκσμπεργκ και έγινε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης (1869), στο Πολυτεχνείο της Ζυρίχης (1870), στο… …   Dictionary of Greek

  • Κέλτης, Κονράδος — (Conrad Celtis, 1459 – 1508). Γερμανός ουμανιστής και ποιητής. Διετέλεσε μαθητής του Αγκρίκολα στη Χαϊδελβέργη και περίπου το 1487 στέφθηκε βασιλικός ποιητής στη Νυρεμβέργη από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Γ’. Αφού επισκέφθηκε διάφορες χώρες της… …   Dictionary of Greek

  • Μπάντεν-Βίρτεμπεργκ — (Baden Wurttemberg). Ομόσπονδο κρατίδιο (35.752 τ. χλμ., 10.699.906 κάτ.) της Γερμανίας, της οποίας αποτελεί ολόκληρο το νοτιοδυτικό τμήμα. Σχηματίστηκε το 1951 με τη συγχώνευση των τριών κρατιδίων: του Μπάντεν, του Βίρτεμπεργκ Μπάντεν και του… …   Dictionary of Greek

  • Μπούνσεν, Ρόμπερτ Βίλχελμ φον- — (Robert Wilhelm von Bunsen, Γκέτινγκεν 1811 Χαϊδελβέργη 1899). Γερμανός χημικός. Ονομάστηκε υφηγητής στο Γκέτινγκεν (1833) και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κάσελ Μάρμπουργκ, Μπρεσλάου και τελικά εγκαταστάθηκε στη Χαϊδελβέργη. Ήταν ικανότατος… …   Dictionary of Greek

  • Liste der griechischen Bezeichnungen deutscher Orte — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ 5 Ε 6 …   Deutsch Wikipedia

  • Liste griechischer Exonyme für deutsche Toponyme — In dieser Liste werden für deutsche Toponyme (d.h. Namen von Städten, Landschaften, Flüssen, Gebirgen usw. des deutschsprachigen Raumes) die griechischen Entsprechungen angegeben. Inhaltsverzeichnis 1 Α 2 Β 3 Γ 4 Δ …   Deutsch Wikipedia

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”